- ναίω
- (I)ναίω (Α)(ποιητ. τ.)1. (για πρόσ.) (γενικά) κατοικώ («ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες», Πίνδ.)2. (για τόπους) κείμαι, βρίσκομαι («νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλός», Ομ. Ιλ.)3. παραχωρώ σε κάποιον τόπο για να κατοικήσει, εγκαθιστώ, κατοικίζω («Εύβοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν», Πίνδ.)4. καθιστώ μια περιοχή κατοικήσιμη, κτίζω για κατοίκηση («νηὸν ἔνασσαν», Απολλ. Ρόδ.)5. (το μέσ. με ενεργ. σημ.) ναίομαικατοικώ6. (το μέσ.) α) ιδρύωβ) εγκαθιστώ7. (το παθ.) α) κείμαι, βρίσκομαιβ) εγκαθίσταμαι κάπου («πατὴρ δ'εμὸς ἐν Ἄργεϊ νάσθη», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., χωρίς αντίστοιχους τ. στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Επιχειρήθηκε η σύνδεσή του με τα νέομαι «επιστρέφω», νόστος, οπότε το θ. νασ- (ναίω < νασ-yω) θα πρέπει να θεωρηθεί συνεσταλμένη βαθμίδα τού θ. νεσ- (νέομαι < *νεσ-ομαι). Η σύνδεση είναι ικανοποιητική σημασιολογικά, όχι όμως και φωνητικά. Η οικογένεια τού ρήματος ναίω είναι αρχαϊκή και ποιητική. Το ρ. που χρησιμοποιείται στον πεζό λόγο είναι το οἰκῶ].————————(II)ναίω (Α)νάω*.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για επικό τ. τού νάω για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.